- πεντάτομος
- -η, -ο1. αυτός που αποτελείται από πέντε τόμους: Πεντάτομη εγκυκλοπαίδεια.2. είδος εντόμου, η βρομούσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεντάτομος — η, ο (για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από πέντε τόμους («πεντάτομη εγκυκλοπαίδεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + τόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Βασ. Αντωνιάδη] … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
Παλαιστίνης, εταιρεία — Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1882 στην Πετρούπολη από τον θείο του τελευταίου τσάρου Νικολάου B», μεγάλου δούκα Σεργίου. Σκοπός της Π.Ε., που το πλήρες όνομά της ήταν Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Εταιρεία της Παλαιστίνης, ήταν: 1. Η υποστήριξη της… … Dictionary of Greek